ἡγήσαθ' — ἡγήσατο , ἁγέομαι custom aor ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἡγήσατο , ἡγέομαι go before aor ind mid 3rd sg ἡ̱γήσατο , ἡγέομαι go before aor ind mid 3rd sg (attic epic doric ionic) ἡγήσατο , ἡγέομαι go before aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγήσατ' — ἡγήσατο , ἁγέομαι custom aor ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἡγήσατο , ἡγέομαι go before aor ind mid 3rd sg ἡ̱γήσατο , ἡγέομαι go before aor ind mid 3rd sg (attic epic doric ionic) ἡγήσατο , ἡγέομαι go before aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CREON — I. CREON Thebanorum Rex, Menotii fil. et Iocastae frater, qui Laiô, ab Oedipo filio occisô, regni administrationem arripuit. Verum cum Sphinx, Typhonis et Echidnae filia, Thebanum agrum crudelissime vastaret, neque aliud tantae calamitatis… … Hofmann J. Lexicon universale
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek
κυανοχαίτης — κυανοχαίτης, ου, επικ. τ. και κυανοχαῑτα (Α) 1. (συν. ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης τεῑχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη χαίτη 3. ως κύριο όν … Dictionary of Greek
οικιστήρ — οἰκιστήρ, ήρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. οικιστής, ιδρυτής πόλεως («τῆσδε χθονὸς οἰκιστήρ», Πίνδ.) 2. μτφ. ο οδηγός, αυτός που υποδεικνύει τον τόπο τού αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι κόραξ ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς οἰκιστήρ», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκίζω … Dictionary of Greek
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek